καταναλώσιμος

καταναλώσιμος
-η, -ο
αυτός που μπορεί να καταναλωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατανάλωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναλωτός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να αναλωθεί, καταναλώσιμος, καταναλωτός 2. αυτός που υπόκειται σε φθορά, που μπορεί να καταστραφεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναλώνω. Η λ. μαρτυρείται στον φιλόλογο και φιλόσοφο Φίλιππο Ιωάννου (1796 1880)] …   Dictionary of Greek

  • καταναλωτός — ή, ό [καταναλίσκω] ο δεκτικός καταναλώσεως, αυτός που μπορεί να διατεθεί για κατανάλωση, ο καταναλώσιμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”